-
1 περί-εργος
περί-εργος, 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονϑ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσϑαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασϑαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.
См. также в других словарях:
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek